- κηρούς
- κηρόςbees-waxmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek
Barberinisches Mosaik — Nilmosaik von Palestrina Das Nilmosaik von Palestrina (auch bekannt als Barberinisches Mosaik) ist ein 5,85 × 4,31 m großes antikes Bildmosaik aus dem Heiligtum der Fortuna Primigenia in Praeneste, dem heutigen Palestrina. Eine aus Fragmenten… … Deutsch Wikipedia
Nilmosaik von Palestrina — Das Nilmosaik von Palestrina (auch bekannt als Barberinisches Mosaik) ist ein 5,85 × 4,31 m großes antikes Bildmosaik aus dem Heiligtum der Fortuna Primigenia in Praeneste, dem heutigen Palestrina, und ist die am besten erhaltene und bedeutendste … Deutsch Wikipedia
PARAPLASMATA — Graece παραπλάσματα, dicebantur frustula ex cera, quae Critici antiqui locis dubiis, de quibus amplius quaerendum esset, aut notabilibus adfingebant: Hesych. Παραπλάσματα τὰ κηρία τὰ ἐπιτιθέμενα τοῖς ξητήμασιν εν τοῖς βιβλίοις. Et alibi,… … Hofmann J. Lexicon universale
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek
μικροκρυσταλλικός — ή, ό 1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο 2. (χημ. ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων… … Dictionary of Greek
αδιποκελουλόζες — Φυσικά προϊόντα της κυτταρίνης, που περιέχουν σε μικρή αναλογία λίπη και κηρούς, που τα βρίσκουμε στα συστατικά του φελλού. Λέγονται και αδιποκυτταρίνες … Dictionary of Greek
δεκαλίνη ή δεκαλίνιο — Κοινή ονομασία της δεκαϋδροναφθαλίνης (C10H18). Είναι υδαρές, άχρωμο υγρό, με έντονη οσμή. Παράγεται με πλήρη υδρογόνωση της ναφθαλίνης και σε σύγκριση με αυτή έχει δέκα άτομα υδρογόνου επιπλέον. Η δ. είναι ένας διαλύτης ελάχιστα πτητικός, βράζει … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek